μηλαδέρφι

μηλαδέρφι
το
1. ετεροθαλής αδελφός ή αδελφή, αλλ. αλληλαδέρφι, ζηλαδέρφι
2. κοινή ονομασία ενός είδους αετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλαδέρφι (βλ. μηλάδελφος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηλαδέρφι — το ετεροθαλής αδερφός ή αδερφή, ο μηλάδερφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλληλαδέλφι — και ρφι, το [αλληλάδελφος] 1. ετεροθαλής αδελφός, μηλαδέρφι 2. δίδυμος αδελφός …   Dictionary of Greek

  • μηλάδελφος — και μηλαδελφός και μελάδερφος, ο, και μηλαδέρφι, το, θηλ. μηλαδέλφη (Μ μηλάδελφος) ετεροθαλής αδελφός ή αδελφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλάδελφος, με σίγηση τού αρκτικοῦ α και ανομοιωτική τροπή τού πρώτου λ σε μ (πρβλ. λημοπρόγανα)] …   Dictionary of Greek

  • αδελφός — ή, ό αδελφικός, στενά συνδεμένος: Η Αίγυπτος και η Συρία είναι αδελφές χώρες. – Ζητούσε, όπως έλεγε, αδελφή ψυχή. αδελφός, ο και αδερφός, ο θηλ. ή και αδέρφι, το (υποκορ. αδελφάκι και αδερφάκι, το) 1. αυτός που έχει και τους δυο γονείς ή μόνο τον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηλάδερφος — ο ετεροθαλής αδερφός ή αδερφή, το μηλαδέρφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”